διαβουκόληση, η
δiavuko΄lisi
cheating with false hopes
τσίτιν γιδ φάλς χόουπς
Ερμηνεία:
Η παραπλάνηση ή η εξαπάτηση ανθρώπων με την πειθώ, παρέχοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις και ελπίδες ή οδηγώντας τους σε ψεύτικα συμπεράσματα. Η διαβουκόλευση είναι συνηθισμένη από τους δημαγωγούς, οι οποίοι κάνουν διαβουκόλευση της λαϊκής θέλησης: Η διαβουκόληση του πλήθους από ένα δημαγωγό είναι παραπλάνηση του με την καλλιέργεια ή τη δημιουργία ψευδών, φρούδων ελπίδων
Ετυμολογία:
< (Λουκιανός) διαβουκολέω (-ῶ) < διαβουκόλησις, η (γεν. της διαβουκολήσεως)] to cheat with false hopes (Liddel& Scott's Greek-English Lexicon)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχολογία:
|